- δευτέρια
- δευτέριοςof inferior qualityneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δευτερία — δευτερίᾱ , δευτέριος of inferior quality fem nom/voc/acc dual δευτερίᾱ , δευτέριος of inferior quality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δευτερίᾱ , δευτερίας seconds masc nom/voc/acc dual δευτερίας seconds masc voc sg δευτερίᾱ , δευτερίας… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερίᾳ — δευτερίᾱͅ , δευτέριος of inferior quality fem dat sg (attic doric aeolic) δευτερίαι , δευτερίας seconds masc nom/voc pl δευτερίᾱͅ , δευτερίας seconds masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεριά — η 1. η δεύτερη φορά 2. η δεύτερη θέση ιδίως σε αγώνες 3. η δεύτερη ελαιοτρίβηση 4. το κρασί δευτερίας … Dictionary of Greek
δευτερίας — δευτερίᾱς , δευτέριος of inferior quality fem acc pl δευτερίᾱς , δευτέριος of inferior quality fem gen sg (attic doric aeolic) δευτερίᾱς , δευτερίας seconds masc acc pl δευτερίᾱς , δευτερίας seconds masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερίαν — δευτερίᾱν , δευτέριος of inferior quality fem acc sg (attic doric aeolic) δευτερίᾱν , δευτερίας seconds masc acc sg (attic epic doric aeolic) δευτερίας seconds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PANIS Sequens — qui mundum excipit, idem cum secundo. Et sane sequens ac secundus res eadem et ex eodem fonte sunt voces: Secundum enim Veteres dicebant, et scribebant pro sequendum; atque inde secundus vel sequendus, qui sequi debet, i. e. proximus a primo ut… … Hofmann J. Lexicon universale
δευτέριος — (7ος αι. μ.Χ.) Πατριάρχης της αίρεσης των αρειανών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Δ. άλλαξε το κείμενο της επίκλησης του βαπτίσματος και το αντικατέστησε με τη φράση «Βαπτίζεται… εις το όνομα του πατρός, διά Υιού, εν Αγίω Πνεύματι». * * * δευτέριος, α … Dictionary of Greek
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek